- κεκρύφαλος
- Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν παραστάσεις κ. Πολλά μνημεία των κλασικών χρόνων παρουσιάζουν τους διάφορους τύπους του. Aνάμεσά τους συγκαταλέγονται τα γλυπτά της Ολυμπίας (ναός του Δία), το ανάγλυφο της ζωφόρου του Παρθενώνα, τα ειδώλια της Τανάγρας κλπ.
Επίσης, κ. ονομάζεται το δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών.
* * *ο (Α κεκρύφαλος) ζωολ. ο δεύτερος από τους 4 θαλάμους από τους οποίους αποτελείται το στομάχι των ανώτερων μηρυκαστικώναρχ.1. κεφαλόδεσμος τών γυναικών πλεγμένος δικτυωτά, μέσα στον οποίο περιόριζαν τα μαλλιά τους2. μέρος τού χαλινού τού αλόγου, ο προς το μέτωπο ιμάντας3. η κοιλότητα τού κυνηγετικού διχτιού, ο δικτυοειδής σάκος τών κυνηγών.[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Πιθ. ασιατικής προελεύσεως. Ίσως σχηματίστηκε κατ' επίδραση τών κρύπτω, κρύφα].
Dictionary of Greek. 2013.